- βιοδότης
- βῐο-δότης, ου, ὁ,A giver of livelihood,
θεός Pl.Lg.921a
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεός Pl.Lg.921a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βιοδότης — βιοδότης, ο (Α) αυτός που παρέχει τα αναγκαία για τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + δοτης < δίδωμι] … Dictionary of Greek
βιοδότην — βιοδότης giver of livelihood masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
βιοδώτης — και βιοδώτωρ, ο (θηλ. βιοδώτις, ιδος, η) (Α) ο βιοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + δώτης < δίδωμι (πρβλ. αδώτης)] … Dictionary of Greek